dichoso - ορισμός. Τι είναι το dichoso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dichoso - ορισμός


dichoso      
dichoso      
adj.
1) Feliz.
2) fam. Enfadoso, molesto, malhadado.
3) En sentido irónico, desventurado, malhadado.
sust. fem. plur. germanía
Botines o borceguíes de mujer.
dichoso      
dichoso, -a
1 ("Sentirse, Ser; con, en") adj. Se dice del que disfruta de dicha. *Feliz. ("Hacer, Sentirse; con, de") Se dice del que disfruta ocasionalmente de dicha por algún suceso: "La esperanza del viaje le hace dichoso. Me siento dichoso de poder hacerte este favor".
2 Se aplica como adjetivo yuxtapuesto a algo que resulta molesto o fastidioso: "Esta dichosa lluvia nos va a fastidiar. ¡Dichoso niño! Llevo dos horas con este dichoso problema". *Condenado.
V. "¡dichosos los ojos...!"
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dichoso
1. Dichoso aparato de aire acondicionado... ¿Conrado?
2. Lo mejor será intentar dirigir a duras penas este dichoso artilugio flotante hacia tierra.
3. Pero me siento dichoso de que mi idea no haya muerto.
4. Y Guardiola se sintió especialmente dichoso cuando se convino que entrenaría el Barзa B.
5. "Estuve siete días sin ingerir absolutamente nada más que el dichoso jarabe", cuenta.
Τι είναι dichoso - ορισμός